ημιμάθεια

ημιμάθεια
η (Α ἡμιμάθεια) [ημιμαθής]
έλλειψη εμβρίθειας και ακρίβειας τών γνώσεων, ατελής γνώση, ανεπάρκεια γνώσεων, κυρίως επιστημονικών, πασάλειμμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ημιμάθεια — η το να είναι κάποιος ημιμαθής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγραμματοσύνη — η 1. άγνοια αναγνώσεως και γραφής, αμορφωσιά 2. περιορισμένη μόρφωση ή κατάρτιση, ημιμάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγράμματος + παραγ. κατάληξη οσύνη] …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • πασσάλειμμα — το [πασσαλείφω] 1. πρόχειρη και κακότεχνη επάλειψη 2. (ειρωνικά) επάλειψη τού προσώπου με πολλά καλλυντικά και με άτεχνο τρόπο 3. μτφ. απόκτηση ατελών γνώσεων, ημιμάθεια …   Dictionary of Greek

  • πασάλειμμα — το 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πασαλείφω. 2. επάλειψη του προσώπου με καλλυντικά. 3. επιπόλαιη και ατελής μάθηση, ημιμάθεια: Πήρε ένα πασάλειμμα με ξένες γλώσσες και κάνει τη μορφωμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”